- λιχούδης, -α, -ικο
- αυτός που επιθυμεί τα εκλεκτά φαγητά, ο καλοφαγάς: Το παιδί μου είναι πολύ λιχούδικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιχούδης — α, ικο βλ. λειχούδης … Dictionary of Greek
λιχουδιάρης, -α, -ικο — ο λιχούδης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειχούδης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) λογίων από την Κεφαλονιά. 1. Ιωαννίκιος (Ληξούρι 1633 – Μόσχα 1717). Σπούδασε στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έγινε κληρικός και εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και δάσκαλος στην ιδιαίτερη πατρίδα του έως το 1683. Την ίδια… … Dictionary of Greek
λιξιάρης — α, ικο (Μ λιξιάρης, α, ικο) [λιξιά] λιχούδης … Dictionary of Greek